ταυτώνυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταυτώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταὐτώνυμος < ταὐτ(ο) < τό αὐτό + ὄνυμα (μεταλλαγή του ο σε ω κατά την σύνθεση)
Επίθετο[επεξεργασία]
ταυτώνυμος, -η, -ο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- (ζωολογία, ταξινομία) χαρακτηρισμός για διώνυμο (διπλό ταξινομικό όνομα) είδους ζώου με επανάληψη της ίδιας λέξης π.χ. Alces alces, Bison bison
- επιτρέπεται μόνον στη ζωολογία, και όχι στη βοτανική
Αναφορές[επεξεργασία]
- Κατάλογος ταυτωνύμων στην αγγλική Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)