τενεκεδοκρουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τενεκεδοκρουσία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το χτύπημα τενεκέ ή τενεκέδων για την παραγωγή θορύβου
- (μεταφορικά) η επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία κάποιου προσώπου ή ενέργειας, κατάστασης κ.λπ.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τενεκεδοκρουσία
|