τεχνολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεχνολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική technologue < techno(logie) αρχαία ελληνική τέχνη τεχνο- + -λόγος. Διαφορετική η ελληνιστική κοινή τεχνολόγος (συγγραφέας ρητορικής).[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεχνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (τεχνολογία, επάγγελμα) ειδικός στην τεχνολογία κάποιου αντικειμένου
- τεχνολόγος μηχανικός
- τεχνολόγος τροφίμων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεχνολόγος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τεχνολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τεχνο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)