τσουμπλέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τουμπελέκι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Τσουμπλέκια: çömlekler.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουμπλέκι τα τσουμπλέκια
      γενική του τσουμπλεκιού των τσουμπλεκιών
    αιτιατική το τσουμπλέκι τα τσουμπλέκια
     κλητική τσουμπλέκι τσουμπλέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουμπλέκι < τουρκική çömlek

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσουμπλέκι ουδέτερο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]