υπερκατανάλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερκατανάλωση | οι | υπερκαταναλώσεις |
γενική | της | υπερκατανάλωσης* | των | υπερκαταναλώσεων |
αιτιατική | την | υπερκατανάλωση | τις | υπερκαταναλώσεις |
κλητική | υπερκατανάλωση | υπερκαταναλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερκαταναλώσεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερκατανάλωση < υπερ- + κατανάλωση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.taˈna.lo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐κα‐τα‐νά‐λω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερκατανάλωση θηλυκό
- η μεγάλη, υπερβολική κατανάλωση, η κατανάλωση που ξεπερνά ένα ορισμένο όριο
- ⮡ Παλιότερα η ΔΕΗ χρέωνε περισσότερα ανά κιλοβατώρα, όταν ένα νοικοκυριό είχε υπερκατανάλωση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις υπέρ και καταναλώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερκατανάλωση