υπευθυνότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπευθυνότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος υπεύθυνος, η ιδιότητα του ανθρώπου που διακατέχεται από το αίσθημα της ευθύνης και η στάση που επιβάλλει αυτό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τις λέξεις υπεύθυνος, ευθύνη και ευθύς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπευθυνότητα