υποκρινόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
υποκρινόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος υποκρίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκρινόμενος
|
υποκρινόμενος
|