φροντιστηριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φροντιστηριακός < φροντιστήριο + -ακός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φροντιστηριακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με φροντιστήριο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φροντιστηριακά
- → δείτε τις λέξεις φροντιστήριο και φροντίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φροντιστηριακός
|