φρουραρχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρουραρχείο τα φρουραρχεία
      γενική του φρουραρχείου των φρουραρχείων
    αιτιατική το φρουραρχείο τα φρουραρχεία
     κλητική φρουραρχείο φρουραρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρουραρχείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φρουραρχεῖον < φρούραρχ(ος) + -εῖον > -είο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɾu.ɾaɾˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρου‐ραρ‐χεί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρουραρχείο ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική ομάδα αρμόδια για τον έλεγχο ή τη διακίνηση στρατεύματος μιας περιφέρειας
  2. (συνεκδοχικά) το κτίριο όπου στεγάζεται ο φρούραρχος και η υπηρεσία του

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη φρουρός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]