φταίω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φταίω < μεσαιωνική ελληνική φταίω[1] < αρχαία ελληνική πταίω (κάνω κάποιον να παραπατήσει) με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt < ft][2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φταίω, πρτ.: έφταιγα, αόρ.: έφταιξα (χωρίς παθητική φωνή) (αμετάβατο)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- πταίω (αρχαιοπρεπές)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- Δεύτερος τύπος ενεστώτα: φταιν (γ´ πληθ.)
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φταίω | έφταιγα | θα φταίω | να φταίω | φταίγοντας | |
β' ενικ. | φταις | έφταιγες | θα φταις | να φταις | ||
γ' ενικ. | φταίει | έφταιγε | θα φταίει | να φταίει | ||
α' πληθ. | φταίμε | φταίγαμε | θα φταίμε | να φταίμε | ||
β' πληθ. | φταίτε | φταίγατε | θα φταίτε | να φταίτε | ||
γ' πληθ. | φταίνε | έφταιγαν φταίγανε |
θα φταίνε | να φταίνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έφταιξα | θα φταίξω | να φταίξω | φταίξει | ||
β' ενικ. | έφταιξες | θα φταίξεις | να φταίξεις | φταίξε | ||
γ' ενικ. | έφταιξε | θα φταίξει | να φταίξει | |||
α' πληθ. | φταίξαμε | θα φταίξουμε | να φταίξουμε | |||
β' πληθ. | φταίξατε | θα φταίξετε | να φταίξετε | φταίξτε | ||
γ' πληθ. | έφταιξαν φταίξαν(ε) |
θα φταίξουν(ε) | να φταίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φταίξει | είχα φταίξει | θα έχω φταίξει | να έχω φταίξει | ||
β' ενικ. | έχεις φταίξει | είχες φταίξει | θα έχεις φταίξει | να έχεις φταίξει | ||
γ' ενικ. | έχει φταίξει | είχε φταίξει | θα έχει φταίξει | να έχει φταίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φταίξει | είχαμε φταίξει | θα έχουμε φταίξει | να έχουμε φταίξει | ||
β' πληθ. | έχετε φταίξει | είχατε φταίξει | θα έχετε φταίξει | να έχετε φταίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν φταίξει | είχαν φταίξει | θα έχουν φταίξει | να έχουν φταίξει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φταίω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φταίω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ φταίω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- φταίω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φταίω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)