φύμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φύμα | τα | φύματα |
γενική | του | φύματος | των | φυμάτων |
αιτιατική | το | φύμα | τα | φύματα |
κλητική | φύμα | φύματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φύμα < αρχαία ελληνική φῦμα < φύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φύμα ουδέτερο