χρηματοροή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηματοροή < → δείτε τη λέξη χρηματοροή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cash flow
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηματοροή θηλυκό
- (λογιστική) η συσχέτιση των εσόδων με τα έξοδα (δαπάνες) και την επίδρασή τους στα μετρητά κατά την διάρκεια μιας χρονικής περιόδου
- (λογιστική) η κατάσταση (κατάλογος) των ταμειακών ροών (χρηματοροών) μιας οικονομικής μονάδας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογιστική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)