ψαλιδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαλιδάκι < ψαλίδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψαλιδάκι | τα | ψαλιδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ψαλιδάκι | τα | ψαλιδάκια |
κλητική | ψαλιδάκι | ψαλιδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ψαλιδάκι ουδέτερο
- το μικρό ψαλίδι
- ψαλιδάκι για τα νύχια
- παιδικό ψαλιδάκι
- (αθλητισμός) ψαλίδι, κίνηση ποδοσφαιριστή με τα πόδια που μοιάζει με την κίνηση του ψαλιδιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψαλίδι
Κατηγορίες:
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)