ψαμμόφιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαμμόφιλος η ψαμμόφιλη το ψαμμόφιλο
      γενική του ψαμμόφιλου της ψαμμόφιλης του ψαμμόφιλου
    αιτιατική τον ψαμμόφιλο την ψαμμόφιλη το ψαμμόφιλο
     κλητική ψαμμόφιλε ψαμμόφιλη ψαμμόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαμμόφιλοι οι ψαμμόφιλες τα ψαμμόφιλα
      γενική των ψαμμόφιλων των ψαμμόφιλων των ψαμμόφιλων
    αιτιατική τους ψαμμόφιλους τις ψαμμόφιλες τα ψαμμόφιλα
     κλητική ψαμμόφιλοι ψαμμόφιλες ψαμμόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαμμόφιλος < ψάμμος + -φιλος για να αποδοθεί το γαλλικό psammophile που με τη σειρά του είχε πρέλθει από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ψάμμος και φιλῶ (με την έννοια του προτιμώ, αγαπώ)

Επίθετο[επεξεργασία]

ψαμμόφιλος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]