ωκεανολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωκεανολογία οι ωκεανολογίες
      γενική της ωκεανολογίας των ωκεανολογιών
    αιτιατική την ωκεανολογία τις ωκεανολογίες
     κλητική ωκεανολογία ωκεανολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωκεανολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική océanologie < αρχαία ελληνική Ὠκεαν(ός) (ωκεανός) + -ο- + -λογία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ce.a.no.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐κε‐α‐νο‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωκεανολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • επιστήμη που ασχολείται τους ωκεανούς και τις τεχνικές που σχετίζονται με τη οικονομική εκμετάλλευσή τους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]