ωτοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωτοειδής | η | ωτοειδής | το | ωτοειδές |
γενική | του | ωτοειδούς* | της | ωτοειδούς | του | ωτοειδούς |
αιτιατική | τον | ωτοειδή | την | ωτοειδή | το | ωτοειδές |
κλητική | ωτοειδή(ς) | ωτοειδής | ωτοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωτοειδείς | οι | ωτοειδείς | τα | ωτοειδή |
γενική | των | ωτοειδών | των | ωτοειδών | των | ωτοειδών |
αιτιατική | τους | ωτοειδείς | τις | ωτοειδείς | τα | ωτοειδή |
κλητική | ωτοειδείς | ωτοειδείς | ωτοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωτοειδής < ελληνιστική οὖς (γενική ὠτός) + -ειδής (< εἶδος)
Επίθετο[επεξεργασία]
ωτοειδής, -ής, -ές
- που έχει σχήμα αυτιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωτοειδής
|