Χρήστης:Lou/-ωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λείπουν ακόμα 2.446 ορισμοί. * Ποσοστό πληρότητας: 75.54%

Α[επεξεργασία]

ανακατωμένος αναπυρωμένος αναστηλωμένος αναστομωμένος αναστυλωμένος ανατυπωμένος ανδρειωμένος ανδρωμένος ανορθωμένος ανταμωμένος αντιστυλωμένος αντρωμένος ανυψωμένος αξιωμένος απαξιωμένος απασβεστωμένος απαυτωμένος απελευθερωμένος απλωμένος αποβλακωμένος αποβουτυρωμένος απογειωμένος απογυμνωμένος αποδελτιωμένος αποδιαρθρωμένος αποδιοργανωμένος αποδυναμωμένος αποζημιωμένος αποθαλασσωμένος αποθεωμένος αποθηριωμένος αποκαμωμένος αποκληρωμένος αποκλιμακωμένος αποκορυφωμένος αποσκελετωμένος αποσκληρωμένος αποστεγνωμένος αποστεωμένος αποσωμένος αποχαλινωμένος αποψιλωμένος αραιωμένος αρθρωμένος αρματωμένος αροτριωμένος ασβεστωμένος ασημωμένος ασταρωμένος αστεριωμένος αστερωμένος ασφαλτοστρωμένος ασφαλτωμένος ατσαλωμένος αυλακωμένος αυξομειωμένος αφιερωμένος αφοσιωμένος αφυδατωμένος

Δ[επεξεργασία]

δαγκωμένος δεντρωμένος δεξιωμένος δηλωμένος διαβεβαιωμένος διαβρωμένος διαδηλωμένος διακριβωμένος διαμορφωμένος διαρθρωμένος διασταυρωμένος διαστρεβλωμένος διατρανωμένος διατυπωμένος διεκπεραιωμένος δικαιωμένος δικτυωμένος διογκωμένος διοργανωμένος διορθωμένος διπλαρωμένος διπλοκλειδωμένος διπλωμένος δολωμένος δυναμωμένος

Ε[επεξεργασία]

εγκαρδιωμένος εγκολπωμένος εδραιωμένος εκδηλωμένος εκθαμβωμένος εκκενωμένος εκμισθωμένος εκπληρωμένος εκριζωμένος εκτονωμένος εκτυπωμένος εκτυφλωμένος εκφορτωμένος εκχερσωμένος ελαττωμένος ελαφρωμένος ελευθερωμένος εμπεριστατωμένος εμφιαλωμένος εμψυχωμένος ενανθρακωμένος εναντιωμένος ενδυναμωμένος ενηλικιωμένος ενημερωμένος ενθυλακωμένος ενορχηστρωμένος ενσαρκωμένος ενσφηνωμένος ενσωματωμένος εντυπωμένος ενυδατωμένος ενωμένος εξαγριωμένος εξαερωμένος εξαθλιωμένος εξακριβωμένος εξαπλωμένος εξαργυρωμένος εξαρθρωμένος εξαϋλωμένος εξαχρειωμένος εξηκριβωμένος εξημερωμένος εξιλεωμένος εξυψωμένος επανορθωμένος επαργυρωμένος επιβεβαιωμένος επιδεινωμένος επιδιορθωμένος επικαρπωμένος επικεντρωμένος επιπεδωμένος επιστρωμένος επουλωμένος ερημωμένος ερρωμένος εφυαλωμένος

Η[επεξεργασία]

ηλικιωμένος ημερωμένος ηνωμένος

Θ[επεξεργασία]

θαλασσωμένος θαμβωμένος θαμπωμένος θανατωμένος θεμελιωμένος θεριακωμένος θηλυκωμένος θολωμένος θυμωμένος

Ι[επεξεργασία]

ιδρωμένος ιδωμένος ισιωμένος ισοπεδωμένος ισωμένος

Κ[επεξεργασία]

καθηλωμένος καθιερωμένος καθοσιωμένος κακαρωμένος κακιωμένος κακοπληρωμένος κακοτυπωμένος καλιγωμένος καλοειπωμένος καλοπληρωμένος καλοστρωμένος καλουπωμένος καλοφαγωμένος καμακωμένος καμαρωμένος καμπυλωμένος καμωμένος καπακωμένος καπαρωμένος καπελωμένος καπιστρωμένος καρδαμωμένος καρικωμένος καρπαζωμένος καρπωμένος καρυδωμένος καρφωμένος καταβαραθρωμένος καταβοδωμένος καταγινωμένος κατακεραυνωμένος κατακυρωμένος καταλασπωμένος καταλερωμένος καταναλωμένος καταξιωμένος καταπλακωμένος καταπληγωμένος καταρρακωμένος κατασκηνωμένος κατασκοτωμένος κατασπιλωμένος καταστρωμένος κατατροπωμένος καταϋποχρεωμένος καταχρεωμένος καταχωμένος κεχαριτωμένος κηλιδωμένος κουκουλωμένος κρασωμένος

Μ[επεξεργασία]

ματωμένος μειωμένος μεμονωμένος μισοτελειωμένος μορφωμένος μουντζουρωμένος μπαμπουλωμένος μυρωμένος

Ξ[επεξεργασία]

ξεγυμνωμένος ξεθεωμένος ξεριζωμένος ξεψαρωμένος

Ο[επεξεργασία]

οργανωμένος

Π[επεξεργασία]

πεπυκνωμένος πεφυσιωμένος πιωμένος πωρωμένος

Σ[επεξεργασία]

σαρακοφαγωμένος σημειωμένος σουρωμένος

Χ[επεξεργασία]

χαριτωμένος

Ψ[επεξεργασία]

ψαρωμένος ψιλοκαμωμένος