σβήνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Αμερικάνοι ναύτες που σβήνουν μια φωτιά σε ένα υποβρύχιο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σβήνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σβήνω < αρχαία ελληνική σβέννυμι. (Από τον αόριστο ἔσβην (γ' πληθυντικό: ἔσβησαν) σχηματίστηκε ο νέος αόριστος έσβησα και από αυτόν ο νέος ενεστώτας σβήνω.)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzvi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβή‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

σβήνω, αόρ.: έσβησα, παθ.φωνή: σβήνομαι, π.αόρ.: σβήστηκα, μτχ.π.π.: σβησμένος

  1. (μεταβατικό)
    1. σταματώ κάτι από το να καίει ή να καίγεται
      Ευτυχώς η Πυροσβεστική πρόλαβε και έσβησε την φωτιά γρήγορα.
       αντώνυμα: : ανάβω
    2. κάνω κάτι που είναι γραμμένο να μη φαίνεται πια
      Κωστάκη, σβήσε αυτήν τη λέξη και ξαναγράψε την σωστά, είπε η δασκάλα.
      ※  Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Σεφεριάδης 1900‑1971, Άρνηση [ποίημα], 2η στροφή ※ @ebooks.edu.gr
      Πάνω στην άμμο την ξανθή
      γράψαμε τ' όνομά της·
      ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
      και σβήστηκε η γραφή.
       συνώνυμα: διαγράφω
       αντώνυμα: γράφω
    3. εξαλείφω
    4. απενεργοποιώ μια συσκευή
      Σβήσε το φως όταν φύγεις από το σπίτι για να μην καταναλώνουμε άσκοπα ενέργεια.
       αντώνυμα: : ανάβω
    5. (γαστρονομία) ρίχνω κάποιο υγρό (νερό, κρασί, ξύδι κλπ) σε φαγητό που σοτάρω ή τσιγαρίζω, το οποίο κατεβάζει τη θερμοκρασία
  2. (αμετάβατο)
    1. σταματώ να καίω
      η φωτιά έσβησε
    2. σταματώ να λειτουργώ
      το φως / ο υπολογιστής / το αυτοκίνητο έσβησε ξαφνικά
    3. (μεταφορικά) ικανοποιώ μια σφοδρή επιθυμία ώστε αυτή να μην είναι πια επιτακτική
      σβήνω τη δίψα μου
    4. (λαϊκότροπο) λιποθυμώ ή πεθαίνω

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]