Αλιάκμονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Αλιάκμονας
      γενική του Αλιάκμονα
    αιτιατική τον Αλιάκμονα
     κλητική Αλιάκμονα
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αλιάκμονας < αρχαία ελληνική Ἁλιάκμων[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.liˈak.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐λι‐άκ‐μο‐νας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αλιάκμονας αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)