Αράβισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αράβισσα | οι | Αράβισσες |
γενική | της | Αράβισσας | των | Αραβισσών |
αιτιατική | την | Αράβισσα | τις | Αράβισσες |
κλητική | Αράβισσα | Αράβισσες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αράβισσα θηλυκό
- (εθνικά ονόματα) θηλυκό του Άραβας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Άραβας
Αράβισσα