Βασούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βασούλα οι Βασούλες
      γενική της Βασούλας
    αιτιατική τη Βασούλα τις Βασούλες
     κλητική Βασούλα Βασούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βασούλα < Βάσ(ω) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vaˈsu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐σού‐λα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βασούλα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βασιλική