Βασούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βασούλα | οι | Βασούλες |
γενική | της | Βασούλας | — | |
αιτιατική | τη | Βασούλα | τις | Βασούλες |
κλητική | Βασούλα | Βασούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βασούλα < Βάσ(ω) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vaˈsu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σού‐λα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βασούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του Βάσω, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα → δείτε και Βασιλική
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Βασιλικούλα (υποκοριστικό)
- → δείτε Βασίλειος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βασιλική
Βασούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)