Βοημός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βοημός οι Βοημοί
      γενική του Βοημού των Βοημών
    αιτιατική τον Βοημό τους Βοημούς
     κλητική Βοημέ Βοημοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βοημός < Βοημ(ία) + -ός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vo.iˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βο‐η‐μός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βοημός αρσενικό (θηλυκό Βοημή ή Βοημίδα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Βοημία