Βούδας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βούδας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βούδας οι Βούδες
      γενική του Βούδα των Βούδων
    αιτιατική τον Βούδα τους Βούδες
     κλητική Βούδα Βούδες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χρυσά αγάλματα του Βούδα στο Λάος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βούδας < (άμεσο δάνειο) γαλλική Bouddha + < σανσκριτική बुद्ध (Buddha, φωτισμένος)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvu.ðas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βού‐δας

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βούδας αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]