Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γαδειρεύς

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Γαδειρεύς οἱ Γαδειρεῖς
      γενική τοῦ Γαδειρέως τῶν Γαδειρέων
      δοτική τῷ Γαδειρεῖ τοῖς Γαδειρεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Γαδειρέ τοὺς Γαδειρέᾱς
     κλητική ! Γαδειρεῦ Γαδειρεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Γαδειρεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Γαδειρέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γαδειρεύς < Γάδειρα + -εύς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Γαδειρεύς αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]