Δελμούζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δελμούζος οι Δελμούζοι
      γενική του Δελμούζου των Δελμούζων
    αιτιατική τον Δελμούζο τους Δελμούζους
     κλητική Δελμούζε Δελμούζοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δελμούζος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðelˈmu.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δελ‐μού‐ζος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δελμούζος αρσενικό (θηλυκό Δελμούζου)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]