διακοπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
grc
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 74: Γραμμή 74:
# {{σνκδ}} στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά
# {{σνκδ}} στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά


{{κλείδα ταξινόμησης|διακοπη}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[pl:διακοπή]]
[[pl:διακοπή]]

Αναθεώρηση της 04:36, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακοπή οι διακοπές
      γενική της διακοπής των διακοπών
    αιτιατική τη διακοπή τις διακοπές
     κλητική διακοπή διακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακοπή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διακοπή θηλυκό

  1. η ενέργεια του διακόπτω
    η διακοπή της συνεδρίασης
    • η προσπάθεια να αποβάλει κάποιος μια βλαβερή συνήθεια
      η διακοπή του καπνίσματος (το κόψιμο)
    • διακοπή κύησης: η άμβλωση
  2. το αποτέλεσμα του διακόπτω
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη διακοπές

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διακοπή < διακόπτω

Ουσιαστικό

διακοπή θηλυκό

  1. το κόψιμο σε δύο μέρη
  2. (συνεκδοχικά) στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά