τρώγλη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 66: | Γραμμή 66: | ||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
{{grc-α-κλίσ-παξβ-θ/η/-'νεφέλη'|τρώγλ|τρωγλ}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' < [[τρώγω]] |
'''{{PAGENAME}}''' < [[τρώγω]] |
Αναθεώρηση της 11:00, 6 Σεπτεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρώγλη < αρχαία ελληνική τρώγλη
Ουσιαστικό
τρώγλη θηλυκό
- (παρωχημένο) σπηλιά στην οποία κατοικούσαν άνθρωποι χωρίς άλλη κατοικία
- (μειωτικό) ανήλια, στενή και σε κακή κατάσταση (υπόγεια) κατοικία
Μεταφράσεις
τρώγλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρότυπο:grc-α-κλίσ-παξβ-θ/η/-'νεφέλη'
Ετυμολογία
τρώγλη < τρώγω
Ουσιαστικό
τρώγλη