ενεστώτας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|present tense}} |
* {{en}} : {{τ|en|present tense}} |
||
* {{nds}} : {{τ|nds|Präsens}}, {{τ|nds|Nutiet}} |
|||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 05:53, 13 Δεκεμβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενεστώτας < αρχαία ελληνική ἐνεστώς,αρσενικό της μετ. παθ. ενεστ. του ρήματος ενίσταμαι ως ουσ.
Ουσιαστικό
ενεστώτας αρσενικό
- χρόνος ρήματος ο οποίος δηλώνει κάτι που γίνεται στο παρόν ή γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
- η ώρα είναι οκτώ
- ταξιδεύω συχνά στο εξωτερικό για δουλειές
- χρόνος που μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που θα συμβεί σε καθορισμένη στιγμή στο μέλλον
- το τρένο φεύγει στις 8
Πολυλεκτικοί όροι
- ιστορικός ενεστώτας: ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται σε διηγήσεις που αφορούν το παρελθόν, προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη ζωντάνια και παραστατικότητα