ἐνεστώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ενεστώς

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐνεστώς: μετοχή ενεργητικού τύπου παρακειμένου με παθητική σημασία του ἐνίστημι

Μετοχή[επεξεργασία]

ἐνεστώς, ἐνεστῶσα, ἐνεστώς

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • και στην καθαρεύουσα
    τὴν δεκάτην Ἰανουαρίου ἐνεστῶτος ἔτους

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐνεστώς ἐνεστῶσ τὸ ἐνεστώς (ἐνεστός)
      γενική τοῦ ἐνεστῶτος τῆς ἐνεστώσης τοῦ ἐνεστῶτος
      δοτική τῷ ἐνεστῶτ τῇ ἐνεστώσ τῷ ἐνεστῶτ
    αιτιατική τὸν ἐνεστῶτ τὴν ἐνεστῶσᾰν τὸ ἐνεστώς (ἐνεστός)
     κλητική ! ἐνεστώς ἐνεστῶσ ἐνεστώς (ἐνεστός)
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐνεστῶτες αἱ ἐνεστῶσαι τὰ ἐνεστῶτ
      γενική τῶν ἐνεστώτων τῶν ἐνεστωσῶν τῶν ἐνεστώτων
      δοτική τοῖς ἐνεστῶσῐ(ν) ταῖς ἐνεστώσαις τοῖς ἐνεστῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐνεστῶτᾰς τὰς ἐνεστώσᾱς τὰ ἐνεστῶτ
     κλητική ! ἐνεστῶτες ἐνεστῶσαι ἐνεστῶτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐνεστῶτε τὼ ἐνεστώσ τὼ ἐνεστῶτε
      γεν-δοτ τοῖν ἐνεστώτοιν τοῖν ἐνεστώσαιν τοῖν ἐνεστώτοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐνεστώς οἱ ἐνεστῶτες
      γενική τοῦ ἐνεστῶτος τῶν ἐνεστώτων
      δοτική τῷ ἐνεστῶτ τοῖς ἐνεστῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἐνεστῶτ τοὺς ἐνεστῶτᾰς
     κλητική ! ἐνεστώς ἐνεστῶτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐνεστῶτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐνεστώτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἱδρώς' όπως «ἱδρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἐνεστώς,-ῶτος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]