γιατρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:γιατρός |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
[[cs:γιατρός]] |
[[cs:γιατρός]] |
||
[[en:γιατρός]] |
[[en:γιατρός]] |
||
[[eo:γιατρός]] |
|||
[[fi:γιατρός]] |
[[fi:γιατρός]] |
||
[[fj:γιατρός]] |
[[fj:γιατρός]] |
Αναθεώρηση της 23:49, 18 Φεβρουαρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γιατρός < αρχαία ελληνική ἰατρός
Ουσιαστικό
γιατρός αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που έχει το δικαίωμα να ασκεί την ιατρική αφού αποκτήσει ένα δίπλωμα που αντιστοιχεί σε ανάλογες σπουδές
- (αργκό) ο "αξιοπρεπής" πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης (στη γλώσσα των κακοποιών)
Μεταφράσεις
γιατρός
|