Arzt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Arzt | die | Ärzte |
γενική | des | Arztes Arzts |
der | Ärzte |
δοτική | dem | Arzt Arzte |
den | Ärzten |
αιτιατική | den | Arzt | die | Ärzte |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Arzt (de) αρσενικό (θηλυκό Ärztin)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Ιατρική (γερμανικά)