Μετάβαση στο περιεχόμενο

Arzt

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Arzt die Ärzte
γενική des Arztes
Arzts
der Ärzte
δοτική dem Arzt
Arzte
den Ärzten
αιτιατική den Arzt die Ärzte

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Arzt < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική arzat < λατινική archiater < αρχαία ελληνική ἀρχίατρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aːɐ̯tst/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Arzt (de) αρσενικό (θηλυκό Ärztin)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Arzt < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Arzt αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Arzt < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Arzt αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Arzt < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Arzt αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023