διακοπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ μορφοπ |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 76: | Γραμμή 76: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:διακοπή]] |
|||
[[pl:διακοπή]] |
Αναθεώρηση της 20:29, 29 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διακοπή | οι | διακοπές |
γενική | της | διακοπής | των | διακοπών |
αιτιατική | τη | διακοπή | τις | διακοπές |
κλητική | διακοπή | διακοπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- διακοπή < αρχαία ελληνική διακοπή
Ουσιαστικό
διακοπή θηλυκό
- η ενέργεια του διακόπτω
- η διακοπή της συνεδρίασης
- το αποτέλεσμα του διακόπτω
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη διακοπές
Μεταφράσεις
διακοπή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διακοπή < διακόπτω
Ουσιαστικό
διακοπή θηλυκό
- το κόψιμο σε δύο μέρη
- (συνεκδοχικά) στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά