εμπιστοσύνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 61: Γραμμή 61:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[chr:εμπιστοσύνη]]
[[en:εμπιστοσύνη]]
[[fr:εμπιστοσύνη]]
[[mg:εμπιστοσύνη]]
[[pl:εμπιστοσύνη]]
[[ru:εμπιστοσύνη]]

Αναθεώρηση της 01:42, 30 Απριλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η εμπιστοσύνη
      γενική της εμπιστοσύνης
    αιτιατική την εμπιστοσύνη
     κλητική εμπιστοσύνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπιστοσύνη < μεσαιωνική ελληνική εμπιστοσύνη < έμπιστος + -οσύνη

Ουσιαστικό

εμπιστοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. το να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ορισμένες ικανότητες, ιδιότητες ή αρετές και να μπορείς να στηριχτείς πάνω του
  2. Πρότυπο:πολιτ η στήριξη που παρέχει η πλειοψηφία του κοινοβουλίου σε μια κυβέρνηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις