ζωγραφίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ συγγ δρθ
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|ζωγραφίζω}} < {{ετυμ|grc|el|ζωγραφέω|ζωγραφ(έω, -ῶ)}} + [[-ίζω]]<ref>{{Β:ΛΚΝ}}</ref>
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|ζωγραφίζω}} < {{ετυμ|grc|el|ζωγραφέω|ζωγραφ(έω, -ῶ)}} + [[-ίζω]]<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 20:21, 27 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζωγραφίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζωγραφίζω < αρχαία ελληνική ζωγραφ(έω, -ῶ) + -ίζω[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

ζωγραφίζω, αόρ.: ζωγράφισα, παθ.φωνή: ζωγραφίζομαι, π.αόρ.: ζωγραφίστηκα, μτχ.π.π.: ζωγραφισμένος

  1. σχεδιάζω γραμμές και/ή καλύπτω επιφάνειες με χρώματα, ώστε να δημιουργήσω μία ζωγραφική εικόνα, να αναπαραστήσω πρόσωπα ή πράγματα ή αφηρημένες εικόνες και να φέρω ένα αισθητικό αποτέλεσμα
  2. είμαι ζωγράφος
  3. (μεταφορικά, οικείο) εκτελώ με δεξιοτεχνία μια συγκεκριμένη εργασία
    Πολύ ωραίο κείμενο αυτό που έστειλες στο περιοδικό. Ζωγράφισες πάλι!
     συνώνυμα: γράφω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές