έξαψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση λύση με 'δύναμη' |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-' |
{{el-κλίση-'δύναμη'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|ἔξαψις}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|ἔξαψις}} |
Αναθεώρηση της 08:00, 6 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έξαψη | οι | εξάψεις |
γενική | της | έξαψης* | των | εξάψεων |
αιτιατική | την | έξαψη | τις | εξάψεις |
κλητική | έξαψη | εξάψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξάψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- έξαψη < αρχαία ελληνική ἔξαψις
Ουσιαστικό
έξαψη θηλυκό
- το αποτέλεσμα του εξάπτω
Μεταφράσεις
έξαψη