καυχησιολογία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση θάλασσα με 'σοφία' |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 22: | Γραμμή 22: | ||
*[[κομπορρημοσύνη]] |
*[[κομπορρημοσύνη]] |
||
*[[μεγαλαυχία]] |
*[[μεγαλαυχία]] |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 03:01, 28 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
καυχησιολογία θηλυκό
- το να καυχιέται κάποιος, να περιαυτολογεί, να κομπάζει για χαρίσματα ή κατορθώματα (υπαρκτά ή ανύπαρκτα)
Άλλες μορφές
Συγγενικά
- καυχησιολόγημα
- καυχησιολόγος
- καυχησιολογώ
- → δείτε τις λέξεις καυχιέμαι και λέγω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καυχησιολογία