stilus: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ (ipa) update move γλ=
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, εσοχές
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
==={{ουσιαστικό|la}}===
==={{ουσιαστικό|la}}===
{{τ|la|stilus}} {{α}} και {{τ|la|stylus}} {{α}}
{{τ|la|stilus}} {{α}} και {{τ|la|stylus}} {{α}}
#[[μακρόστενος|μακρόστενο]] [[μυτερός|μυτερό]] [[αντικείμενο]]
# [[μακρόστενος|μακρόστενο]] [[μυτερός|μυτερό]] [[αντικείμενο]]
#[[γραφίδα]] για [[επικηρωμένος|επικηρωμένες]] [[πλάκα|πλάκες]] και γραφίδα κεραμοποιίας
# [[γραφίδα]] για [[επικηρωμένος|επικηρωμένες]] [[πλάκα|πλάκες]] και γραφίδα κεραμοποιίας
#*{{νεολατ}}, ''[[πληροφορική]]'' γραφίδα ηλεκτρονικού συστήματος (έχει επικρατήσει η γραφή '''[[stylus]]''') (συνήθως παθητική γραφίδα και όχι laser pointer ή άλλη ηλεκτρονική συσκευή)
#* {{νεολατ}}, ''[[πληροφορική]]'' γραφίδα ηλεκτρονικού συστήματος (έχει επικρατήσει η γραφή '''[[stylus]]''') (συνήθως παθητική γραφίδα και όχι laser pointer ή άλλη ηλεκτρονική συσκευή)
#το [[στέλεχος]] του φυτού
# το [[στέλεχος]] του φυτού
#[[στιλ]]
# [[στιλ]]


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
*[[palus]]
* [[palus]]
*[[sudis]]
* [[sudis]]
*[[talea]]
* [[talea]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*[[stilo]]
* [[stilo]]


===={{αλλόγλωσσα}}====
===={{αλλόγλωσσα}}====
*{{βλ|στιλ}}
* {{βλ|στιλ}}


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====

Αναθεώρηση της 08:26, 21 Σεπτεμβρίου 2021

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steyg-. Συγγενές με τα (λατινικά) instigo (instigare), (αρχαία ελληνική) στίζω και (πρωτογερμανική) *stikaną

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

stilus (la) αρσενικό και stylus (la) αρσενικό

  1. μακρόστενο μυτερό αντικείμενο
  2. γραφίδα για επικηρωμένες πλάκες και γραφίδα κεραμοποιίας
    • Πρότυπο:νεολατ, πληροφορική γραφίδα ηλεκτρονικού συστήματος (έχει επικρατήσει η γραφή stylus) (συνήθως παθητική γραφίδα και όχι laser pointer ή άλλη ηλεκτρονική συσκευή)
  3. το στέλεχος του φυτού
  4. στιλ

Συνώνυμα

Συγγενικά

Αλλόγλωσσα παράγωγα

  • → δείτε τη λέξη στιλ

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική stilus stilī
γενική stilī stilōrum
δοτική stilō stilīs
αιτιατική stilum stilōs
κλητική stile stilī
αφαιρετική stilō stilīs
(β' κλίση)