Καβύλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καβύλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καβύλος οι Καβύλοι
      γενική του Καβύλου των Καβύλων
    αιτιατική τον Καβύλο τους Καβύλους
     κλητική Καβύλε Καβύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καβύλος < αραβικά قبايل (qabā'il) < πληθυντικός αριθμός του قبيلة (qabīla = φυλή)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈvi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐βύ‐λος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καβύλος αρσενικό (θηλυκό: Καβυλία)


Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Kabyle, στο λεξικό Merriam-Webster.