Καρπούζης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καρπούζης < καρπούζι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾˈpu.zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐πού‐ζης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καρπούζης αρσενικό (θηλυκό Καρπούζη)