Καρύδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καρύδης < καρύδι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈɾi.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρύ‐δης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καρύδης αρσενικό (θηλυκό Καρύδη)