Κοντόσταυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κοντόσταυλος οι Κοντόσταυλοι
      γενική του Κοντόσταυλου των Κοντόσταυλων
    αιτιατική τον Κοντόσταυλο τους Κοντόσταυλους
     κλητική Κοντόσταυλε Κοντόσταυλοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γιάμαλος (κλίση: αντίλαλος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κοντόσταυλος < αξίωμα κοντόσταβλος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /konˈdo.sta.vlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ντό‐σταυ‐λος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κοντόσταυλος αρσενικό (θηλυκό Κοντόσταυλου)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]