Μανώλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μανώλας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈno.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐νώ‐λας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μανώλας αρσενικό (θηλυκό Μανώλα)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]