Ξενοφῶν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ξενοφαωντ, Ξενοφαοντ- > Ἀντιφῶντ-
ονομαστική Ξενοφῶν οἱ Ξενοφῶντες
      γενική τοῦ Ξενοφῶντος τῶν Ξενοφώντων
      δοτική τῷ Ξενοφῶντ τοῖς Ξενοφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ξενοφῶντ τοὺς Ξενοφῶντᾰς
     κλητική ! Ξενοφῶν Ξενοφῶντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ξενοφῶντε
γεν-δοτ τοῖν  Ξενοφώντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Ξενοφῶν' όπως «Ξενοφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ξενοφῶν < ξενο- + -φῶν

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ξενοφῶν αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]