Πειραεύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πειραεύς | οἱ | Πειραεῖς - Πειραῆς* |
γενική | τοῦ | Πειραέως & Πειραῶς |
τῶν | Πειραέων & Πειραῶν |
δοτική | τῷ | Πειραεῖ | τοῖς | Πειραεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Πειραέᾱ & Πειραᾶ |
τοὺς | Πειραέᾱς & Πειραᾶς |
κλητική ὦ! | Πειραεῦ | Πειραεῖς - Πειραῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πειραῆ1 ή Πειραεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πειραέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πειραεύς < Πειραιεύς
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πειραεύς αρσενικό
- λιμάνι της Αττικής, άλλη μορφή του Πειραιεύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Πειραεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του Πειραιά
Πηγές[επεξεργασία]
- Πειραεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'βασιλεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἁλιεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἁλιεύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Λιμάνια της Αττικής (αρχαία ελληνικά)
- Λιμάνια (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)