Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πρίαπος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Πρίαπος
      γενική του Πρίαπου
    αιτιατική τον Πρίαπο
     κλητική Πρίαπε
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πρίαπος < αρχαία ελληνική Πρίαπος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷer-

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πρίαπος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πρίαπος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷer-

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πρίαπος αρσενικό

  1. (μυθολογία) θεός της γονιμότητας, γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης
  2. ανδρικό όνομα
  3. (ουσιαστικοποιημένο) πρίαπος: αυτός που έχει μεγάλο φαλλό