άκαυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκαυλος η άκαυλη το άκαυλο
      γενική του άκαυλου της άκαυλης του άκαυλου
    αιτιατική τον άκαυλο την άκαυλη το άκαυλο
     κλητική άκαυλε άκαυλη άκαυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκαυλοι οι άκαυλες τα άκαυλα
      γενική των άκαυλων των άκαυλων των άκαυλων
    αιτιατική τους άκαυλους τις άκαυλες τα άκαυλα
     κλητική άκαυλοι άκαυλες άκαυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άκαυλος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

άκαυλος, -η, -ο

  • (βοτανική) χωρίς μίσχο / στέλεχος
    Καρλινία η άκαυλος (θάμνος)
  • (μειωτικό) κυριολεκτικά ο άνθρωπος που δεν έχει σεξουαλική επιθυμία και κατ'επέκταση / μεταφορικά: ο ανίκανος, ο ανούσιος
    ※  Όχι άλλη μια χρονιά με μετριότητες, ντεμί πράγματα, περιττά παρακάλια και άκαυλες συνουσίες έτσι απλά για να μην πλήττετε (24 tips για να γίνει το 2024 η πιο σέξι χρονιά της ζωής σας 29.12.2023, andro.gr [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]