άμαζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμαζος η άμαζη το άμαζο
      γενική του άμαζου της άμαζης του άμαζου
    αιτιατική τον άμαζο την άμαζη το άμαζο
     κλητική άμαζε άμαζη άμαζο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμαζοι οι άμαζες τα άμαζα
      γενική των άμαζων των άμαζων των άμαζων
    αιτιατική τους άμαζους τις άμαζες τα άμαζα
     κλητική άμαζοι άμαζες άμαζα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άμαζος < α- + μαζικός
άμαζος < α- + μάζα

Επίθετο[επεξεργασία]

άμαζος

  • (σπάνιο) που δεν είναι μαζικός
    ※  Βλέπετε, τυχαίνει η πρωτομαγιάτικη συμπόρευση του ... και των ... είχε σημείο εκκίνησης την άμαζη και άνευρη -κατά γενική ομολογία όλων - συγκέντρωση στο Πεδίον του Αρεως. (εφημ. Ριζοσπάστης, 8 Μάη 2001, [1])
    ※  Για τα δεδομένα της Αθήνας η προσέλευση ήταν επιεικώς μέτρια, «άμαζη» στο ιδίωμα της αριστεράς. (protagon.gr, 16 Ιουνίου 2016, [2])
  • (φυσική, σπάνιο) χωρίς μάζα
    ※  Θεωρήστε στερεή άµαζη ευθύγραµµη λεπτή ράβδο µήκους L η οποία µπορεί να περιστρέφεται περί το ένα της άκρο στο επίπεδο (Γενική Μεταπτυχιακή Εξέταση - ΕΜΠ & ΕΚΕΦΕ-"∆ηµόκριτος", Μέρος Ι - Πέµπτη 26/02/09, ΕΜΠ, Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών [3])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]