άψηφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άψηφος | η | άψηφη | το | άψηφο |
γενική | του | άψηφου | της | άψηφης | του | άψηφου |
αιτιατική | τον | άψηφο | την | άψηφη | το | άψηφο |
κλητική | άψηφε | άψηφη | άψηφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άψηφοι | οι | άψηφες | τα | άψηφα |
γενική | των | άψηφων | των | άψηφων | των | άψηφων |
αιτιατική | τους | άψηφους | τις | άψηφες | τα | άψηφα |
κλητική | άψηφοι | άψηφες | άψηφα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άψηφος < (ελληνιστική κοινή) ἄψηφος < αρχαία ελληνική α στερητικό και ψῆφος
Επίθετο[επεξεργασία]
άψηφος, -ος -ο
- εκείνος που δεν έχει ψήφο
- ο περιφρονητέος, ο άξιος για περιφρόνηση (μεσαιωνική έννοια).(Στα ελληνιστικά χρόνια σήμαινε κυρίως το δαχτυλίδι που δεν είχε πέτρα ενώ κατά τον Ησύχιο πιθανόν να σήμαινε τον πανισχυρο)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- διάφορο του αψήφιστος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άψηφος
|