έμπυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈem.bi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐μπυ‐ρα
- παλιότερος συλλαβισμός : έμ‐πυ‐ρα
- ομόηχο: έμπειρα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | έμπυρα | ||
γενική | των | έμπυρων | ||
αιτιατική | τα | έμπυρα | ||
κλητική | έμπυρα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- έμπυρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έμπυρος στον πληθυντικό < αρχαία ελληνική ἔμπυρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμπυρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έμπυρα
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- έμπυρα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
έμπυρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έμπυρος
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)