αγγελοπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αγγελοπρόσωπος, -η, -ο
- που έχει αγγελικό πρόσωπο, αγγελική όψη
- Ήρθε στον ύπνο του η αγγελοπρόσωπη Παναγιά.
- (μεταφορικά) ο όμορφος, ο καλλίμορφος
- Αγγελοπρόσωπη αγαπημένη πρόβαλε στο παραθύρι να σε δω να σε χαρώ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία](1)
(2)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγελοπρόσωπος
|